γαϊτάνι(ον)

γαϊτάνι(ον)
το шёлковая тесьма, шнур;

§ φρύδια γαϊτάνι(ον) — тонкие брови


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γαϊτάνι(ον)" в других словарях:

  • γαϊτάνι — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.411 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα του νομού, της οποίας αποτελεί και προάστιο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * το (Μ γαϊτάνιν) 1. λεπτό, μεταξωτό,… …   Dictionary of Greek

  • γαϊτάνι — το 1. μεταξωτό ή βαμβακερό κορδόνι που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό φορεμάτων: Και την ευρίσκουν κι έπλεκε τ’ ολόχρυσο γαϊτάνι (δημ.). 2. φρ., «Παίρνω (κάτι) σκοινί γαϊτάνι», κάνω συνέχεια τα ίδια πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαϊτανώνω — [γαϊτάνι] διακοσμώ με γαϊτάνι την άκρη υφάσματος ή ενδύματος …   Dictionary of Greek

  • αγαϊτάνωτος — και ιστος, η, ο [γαϊτανώνω] (για ρούχα) αυτός που δεν στολίστηκε στις άκρες του με γαϊτάνι, που δεν έχει ραμμένο ολόγυρα γαϊτάνι …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανωτός — ή, ό [γαϊτανώνω] 1. στολισμένος με γαϊτάνι 2. πλεγμένος σαν γαϊτάνι …   Dictionary of Greek

  • Gaitani — (Greek, Modern: Γαϊτάνι, Katharevoussa: ον on ), older forms: o and on, also with the second or third a accented is a village in the southern part of the island of Zakynthos. It is the seat of the municipality of Artemissi. Its 2001 population… …   Wikipedia

  • Zakynthos (Stadt) — Stadtgemeinde Zakynthos Δήμος Ζακυνθίων (Ζάκυνθος) …   Deutsch Wikipedia

  • αγαϊτάνιστος — η, ο βλ. αγαϊτάνωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γαϊτανιζω < γαϊτάνι] …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανάκι — Χορός μεταμφιεσμένων την Αποκριά. Η λέξη προέρχεται από το όνομα της ιταλικής πόλης Γαέτα και σημαίνει λεπτό κορδόνι. Γ. ονομάζεται και τοπικός χορός της Μακεδονίας. * * * το 1. μικρό ή λεπτό γαϊτάνι 2. είδος χορού που εκτελείται τις Απόκριες από …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανοφρύδης — α και γαϊτανοφρυδούσα, δικο εκείνος που έχει φρύδια κανονικά και λεπτά σαν γαϊτάνι …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανοφρύδι — και γαϊτανόφρυδο, το φρύδι κανονικό και λεπτό σαν γαϊτάνι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»